στέργω
Смотреть что такое "στέργω" в других словарях:
στέργω — love pres subj act 1st sg στέργω love pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέργω — στέργω, έστερξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέργω — και στρέγω έστερξα, στέρχτηκα, ανέχομαι κάτι, το δέχομαι: Δεν έστερξε να γίνει η μοιρασιά με αυτόν τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek
στέργον — στέργω love pres part act masc voc sg στέργω love pres part act neut nom/voc/acc sg στέργω love imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στέργω love imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέργετε — στέργω love pres imperat act 2nd pl στέργω love pres ind act 2nd pl στέργω love imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέργῃ — στέργω love pres subj mp 2nd sg στέργω love pres ind mp 2nd sg στέργω love pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρξαι — στέργω love aor imperat mid 2nd sg στέργω love aor inf act στέρξαῑ , στέργω love aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρξει — στέργω love aor subj act 3rd sg (epic) στέργω love fut ind mid 2nd sg στέργω love fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρξον — στέργω love aor imperat act 2nd sg στέργω love fut part act masc voc sg στέργω love fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρξουσι — στέργω love aor subj act 3rd pl (epic) στέργω love fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στέργω love fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)